
Η έκθεση του Αγιοτάτου Μυστηρίου είναι ο τρόπος που τιμάμε την Αγία Ευχαριστία,
εκθέτοντάς Την με την αρμόζουσα μεγαλοπρέπεια στη θέα των πιστών, προκειμένου αυτοί να εκφράσουν μπροστά Της την αφοσίωσή τους. Η λατρεία του Αγιοτάτου Μυστηρίου δεν είναι κάτι καινούργιο. Η πρακτική της έκθεσής Του μας πηγαίνει αιώνες πίσω και οι ρίζες του βρίσκονται στη βασική διδασκαλία του καθολικού χριστιανισμού: ο Ιησούς Χριστός είναι αληθινά και ολοκληρωτικά παρών στην Ευχαριστία. Ωστόσο, όπως πολλές πρακτικές της πίστης μας, η λατρεία του Αγιοτάτου Μυστηρίου αναπτύχθηκε σταδιακά.
Κατά τους νεότερους χρόνους του χριστιανισμού, ο καθαγιασμένος άρτος από την τέλεση της Ευχαριστίας, μεταφερόταν στα σπίτια όσων δεν ήταν δυνατόν να παραστούν στη λειτουργία λόγω ασθένειας. Επίσης καταναλωνόταν κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, ώστε να τους κρατά συνδεδεμένους με την Ευχαριστία και την κοινότητα στην οποία ανήκαν. Τον 4ο αιώνα περίπου, κάποια μοναστήρια άρχισαν να φυλάσσουν την Ευχαριστία και μέχρι τον 11ο αιώνα, η φύλαξή Της -καθώς εξακολουθούσε να φυλάσσεται για τους ασθενείς και μελλοθάνατους- έγινε σταθερό χαρακτηριστικό των εκκλησιών. Παρόλο που η ευλάβεια δινόταν οπωσδήποτε στον Χριστό, παρόντα στο μυστήριο, δεν ήταν ακόμη συνηθισμένο να προσεύχονται οι πιστοί μπροστά στο φυλασσόμενο μυστήριο.
Τον 11ο αιώνα, ο γάλλος μοναχός Berengar από την πόλη Tours, άρχισε να διδάσκει ότι ο άρτος και ο οίνος στην τέλεση της Ευχαριστίας δεν μπορούσαν να μετατραπούν στο σώμα και το αίμα του Ιησού Χριστού. Ο πάπας Γρηγόριος 7ος απαίτησε την ανάκληση από τον Berengar όσων είχε πει, λέγοντας ότι το σώμα και το αίμα του Χριστού ήταν αληθινά παρόντα στην Ευχαριστία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τελειοποιηθεί η διδασκαλία της Εκκλησίας σχετικά με την πραγματική παρουσία. Ακολούθησε μια πραγματική έκρηξη της ευλάβειας της Ευχαριστίας σε ολόκληρη την Ευρώπη: λιτανείες, επισκέψεις στο Αγιότατο Μυστήριο και άλλες προσευχές εστιασμένες σε Αυτό έγιναν μέρος της καθολικής χριστιανικής ζωής. Περίπου την ίδια εποχή, στην ευχαριστιακή προσευχή κατά τη θεία Λειτουργία, προστέθηκε η ανύψωση του άρτου και του οίνου. Για κάποιους, η στιγμή που έβλεπαν την καθαγιασμένη όστια, επισκίαζε ολόκληρη την υπόλοιπη λειτουργία. Το χρονικό διάστημα παρατεταμένης έκθεσης του Αγιοτάτου Μυστηρίου εκτός Λειτουργίας μεγάλωσε με αφετηρία την πράξη αυτή και τελικά αναπτύχθηκε η ευλογία με την εκτεθειμένη Ευχαριστία.
Η γιορτή του Corpus Christi αναπτύχθηκε κατά τον 13ο και 14ο αιώνα. Οι λιτανείες αποτέλεσαν παράδοση για την ημέρα αυτή, και άλλες ευλάβειες, όπως η λατρεία, έγιναν δημοφιλείς. Από τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού, πολλή προσοχή έχει δοθεί στην αναμόρφωση της Λειτουργίας και την εμβάθυνση της ευχαριστιακής θεολογίας και ευλάβειας, αλλά η πρακτική της λατρείας παρέμεινε σε πολλά μέρη. Όπως έκαναν και οι πρώτοι χριστιανοί, η λατρεία μάς κρατάει συνδεδεμένους με την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας της κοινότητάς μας.
Η Αγία Ώρα, όπως λέγεται, είναι η Ευχαριστιακή Λατρεία, η οποία διαρκεί περίπου μια ώρα. Η καθαγιασμένη όστια τοποθετείται σ’ ένα αρτοφόριο που αναπαριστά τον ήλιο. Κατά τη διάρκεια της ώρας αυτής, ο πιστός καλείται να προσευχηθεί μπροστά στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, που εκτίθεται σε δημόσια θέα, ή απλώς να παραμείνει για λίγη ώρα σιωπηλός κοντά Του.

Πηγή episkopisyrou.gr